μικροφυίᾳ

μικροφυίᾳ
μικροφυίᾱͅ , μικροφυία
low stature
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μικροφυΐα — μικροφυΐα, ἡ (Α) [μικροφυής] 1. λεπτή σωματική διάπλαση, μικρό ανάστημα 2. ασημαντότητα …   Dictionary of Greek

  • μικροφυίας — μικροφυίᾱς , μικροφυία low stature fem acc pl μικροφυίᾱς , μικροφυία low stature fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφυής — ές (ΑΜ μικροφυής, ές) 1. μικρόσωμος, μικροκαμωμένος, λεπτοφυής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροφυές η μικροφυΐα*. επίρρ... μικροφυώς (ΑΜ) με μικροφυή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”